-
1 κευθος
- εος τό1) глубина, недра(ὑπὸ κεύθεσι γαίης Hom.)
κ. οἴκων Eur. — внутренность дома, дальние покои2) тайное местопребывание, убежище(νεκύων Soph.)
См. также в других словарях:
κεύθος — κεῡθος, τὸ (Α) [κεύθω] κευθμών*, κρυψώνας, βάθος, άδυτο, ενδότερο σημείο (α. «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» στα βάθη τής γης, Ομ. Ιλ. β. «κεῡθος οἴκων» τα εσωτερικά δωμάτια τών σπιτιών, Ευρ. γ. κεῡθος πόντου» τα βάθη τής θάλασσας, Οππ. δ. «κεύθεα νηοῡ» το… … Dictionary of Greek